πέτσα

πέτσα
η
(λ. ιταλ.)
1. δέρμα: Ψήθηκε η πέτσα μου στον ήλιο.
2. υμένας που σχηματίζεται πάνω σε επιφάνεια: Η πληγή έπιασε πέτσα.
3. για γάλα, η κορυφή, κρούστα, καϊμάκι: Το γάλα το πίνω χωρίς πέτσα.
4. για ψωμί, το σκληρό μέρος του, γωνιάδι, κόρα: Μ' αρέσει η πέτσα του ψωμιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέτσα — η, Ν 1. επιδερμίδα, δέρμα 2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια τού οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα τής πληγής» εφελκίδα β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» κρούστα γ. «πέτσα τού ψωμιού» η κόρα) 3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα»… …   Dictionary of Greek

  • ξετσιπώνω — 1. αφαιρώ την τσίπα, την πέτσα, την κρούστα 2. (το παθ.) ξετσιπώνομαι χάνω την τσίπα μου, χάνω την ντροπή μου, γίνομαι αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τσίπα «πέτσα, ντροπή»] …   Dictionary of Greek

  • ανθόγαλα — και ανθόγαλο, το 1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι 2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό …   Dictionary of Greek

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • επίπαγος — ο (Α ἐπίπαγος) [επιπήγνυμι] το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῑς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κατεσχαρώ — κατεσχαρῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για πληγή) καλύπτω με εσχάρα, με πέτσα, με κάκαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐσχαρῶ «σχηματίζω εσχάρα»] …   Dictionary of Greek

  • κοριάζω — (I) [κόρα] (για σπυρί ή τραύμα) κάνω πέτσα, σχηματίζω εσχάρα, κρούστα, κόρα. (II) [κοριός] γεμίζω κοριούς …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα …   Dictionary of Greek

  • ξεπετσιάζω — 1. ξεπετσώνω 2. (συν. το μέσ.) ξεπετσιάζομαι ανατριχιάζω από αηδία ή από φρίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πέτσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”